- αλλοχρωματισμός
- ο способность менять цвет, принимать разные оттенки
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αλλοχρωματισμός — ο (ορυκτ.), η περίπτωση κατά την οποία ορυκτό άχρωμο ή λευκό παρουσιάζεται με λογής χρώματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλλο- — Γλωσσ. α συνθετικό ουσιαστικών, επιθέτων και ρημάτων τόσο τής αρχαίας όσο και της νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα. Ετυμολογικά συνδέεται με τη λ. άλλος. Το αλλο ως α συνθετικό δηλώνει συνήθως τη σημασία τού «διαφορετικός, αλλιώτικος,… … Dictionary of Greek
ετεροχρωματισμός — ο (ορυκτ.) βλ. αλλοχρωματισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. heterochromatism < hetero (πρβλ. ετερο * + chromation (πρβλ. χρωματισμός)] … Dictionary of Greek